- ἀδικοπράγημα
- ἀδῐκο-πράγημα, τό,A wrong action, Stoic. ap. Stob.2.7.11e, Phld. Piet.19G.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικοπράγημα — ἀδικοπράγημα, το (Α) [ἀδικοπραγῶ] άδικη πράξη, αδίκημα … Dictionary of Greek
ἀδικοπράγημα — wrong action neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικοπραγημάτων — ἀδικοπράγημα wrong action neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικοπραγήματα — ἀδικοπράγημα wrong action neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικοπραγήματος — ἀδικοπράγημα wrong action neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] … Dictionary of Greek